- τονάζ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), χωρητικότητα των πλοίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τονάζ — και παλαιότερος τ. τοννάζ, το, Ν ναυτ. όρος που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και εκφράζει τη χωρητικότητα τού πλοίου σε τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tonnage < tonne «τόνος, μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
τοννάζ — το, Ν βλ. τονάζ … Dictionary of Greek